Η
επαναξιολόγηση της περιόδου της Τουρκοκρατίας είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται
διαρκώς στην επικαιρότητα. Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους συγγραφείς, ακόμη
και ο όρος Τουρκοκρατία είναι πλέον αδόκιμος και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με
τον όρο Οθωμανική Περίοδος.
Ενσωμάτωση,
η ένωση σε ένα σώμα. Σε όλους μας, έχει τύχει να συμμετάσχουμε σε συζητήσεις ή
να ακούσουμε διαλέξεις σχετικά με ένα θέμα το οποίο αποτελεί ένα από τα
μεγαλύτερα ερωτήματα, ιδιαιτέρως την σημερινή εποχή, μιας και υπάρχει έντονη
κινητικότητα στα ελληνοτουρκικά θέματα που αφορά την όποια ενσωμάτωση των
χριστιανών υπηκόων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς και τις σχέσεις μεταξύ
χριστιανών και μουσουλμάνων.
Αναρωτιόμαστε,
αλήθεια ποιο είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει
για την ενσωμάτωση. Ακούγονται πολλά και λέγονται ακόμη περισσότερα.
Προσπαθώντας
να κάνουμε ένα εικονικό ταξίδι στην ιστορία της χώρας μας και δίδοντας
μεγαλύτερη έμφαση στην Κρήτη, είναι πολύ πιθανό να αποκαλύψουμε πτυχές ίσως και
γεγονότα, άγνωστα σε πάρα πολλούς φανερώνοντας αλήθειες και πραγματικές
καταστάσεις που θα εκπλήξουν μερικούς. Με το συγκεκριμένο πόνημα θα
προσπαθήσουμε να δώσουμε μια αναλυτική περιγραφή για το πώς έγινε η ενσωμάτωση
των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τι σχέσεις είχαν αυτοί οι δύο
εντελώς διαφορετικοί κόσμοι φέρνοντας στην επιφάνεια ιστορικά γεγονότα και
αλήθειες.
Θα
προχωρήσω στην ανάλυση συγκεκριμένων ιστορικών βιβλιογραφικών πηγών η επιλογή
των οποίων, η σειρά ανάπτυξης των κεφαλαίων και τέλος των συμπερασμάτων είναι
καθαρά προσωπικά.
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΚΠΗ ΕΛΛΑΔΑ
Οι
σχέσεις των Ορθοδόξων με τους Λατίνους δεν ήταν ποτέ καλές. Η αντιπαλότητα τους
και η έχθρα τους διαπιστώνεται από το εμπόριο μέχρι τη θρησκεία τους. Το
αποτέλεσμα ήταν οι Λατίνοι να χαρακτηριστούν ως φιλότουρκοι. Η λαϊκή ψυχή δεν
είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της
Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους
της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου
κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα,
οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί
χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο
στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους
και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα
που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς.
Είναι
χαρακτηριστική η φράση που ανέφερε ο Λουκάς Νοταράς «κρειττότερόν έστιν ειδέναι
εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν».
Η
Ανατολική εκκλησία καταφέρνοντας να επιζήσει συνεργάζεται με τον σουλτάνο που
αναγνωρίζεται ο υπέρτατος άρχων και αυτός μετά με τη σειρά του αναγνωρίζει τον
Γεννάδιο σαν Πατριάρχη, έλλειψης άλλων που είχαν «διαφύγει» στην Δύση μετά την
άλωση.
Η
ορθόδοξη εκκλησία αναδιοργανώθηκε με την τουρκική συναίνεση φτάνοντας στο
σημείο να μιλάμε για βυζαντινοτουρκική συνύπαρξη.
Οι
χριστιανοί από τη μεριά τους έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στα εσωτερικά του
Πατριαρχείου με αποτέλεσμα την επιβίωση του Ελληνικού πνεύματος και της
γλώσσας.
Εφαρμόζοντας
την πολιτική του ο σουλτάνος προστάτευε τις μητροπόλεις εντός των οθωμανικών
εδαφών με ανταπόδοση την αποδοκιμασία της θρησκεία των.
Στην
οικονομική πολιτική του έχουμε την απαλλαγή των φόρων προς τους έποικους και
την εφαρμογή του λεγόμενου κεφαλικού φόρου και φόρου της γης.
Καθορίζεται
ο Πατριάρχης ως ο υπεύθυνος είσπραξης των φόρων από τους χριστιανούς τα γνωστά
μας το πεσκέσι και το χαράτσι.
Επίσης άλλοι οικονομικοί όροι κάνουν την
εμφάνιση τους εκείνη την εποχή, όπως «εμβατίκιον», που ήταν ένας τρόπος
εξάρτησης μεταξύ επισκόπου και ιερέα και το «κανίσκιον» που ήταν ένα έθιμο
προσφοράς δώρων από κατώτερο ιερέα σε ανώτερο.
Κατά
την περίοδο των Τανζιμάτ (1839-1876) όμως τα πράγματα αλλάζουν. Με το Χάττι
Χουμαγιούν έχουμε ίσα δικαιώματα σε νομικό επίπεδο μεταξύ μουσουλμάνων και
χριστιανών. Τα βεράτια αποτελούν την βάση των σχέσεων της εκκλησίας με την Πύλη
καθώς και ο γενικός κανονισμός που ίσχυε.
Έχουμε
θεσμοθέτηση του μιλλέτ και ενσωμάτωση στο κράτος. Η εκκλησία με τη σειρά της
ενσωματώνεται και αυτή στο οθωμανικό θεσμικό πλαίσιο αποκτώντας μαζί με το Πατριαρχείο
νομική προσωπικότητα.
Το
Οθωμανικό κράτος από την πλευρά του αναγνώριζε τους τοπικούς άρχοντες, τους
κοτσαμπάσηδες, σπάνια όμως τους συμπεριλάμβανε σε επίσημα διατάγματα όπως την
λειτουργία του ιεροδικείου.
Ο
καδής ο οποίος ήταν ο αρμόδιος από το Οθωμανικό κράτος για την εκδίκαση των
δικαστικών υποθέσεων, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των ραγιάδων και
της κεντρικής εξουσίας. Υπήρχε βεκίλης όπου ήταν αυτός που εκπροσωπούσε τον
διάδικο και εξιστορούσε τα γεγονότα. Για την λήψη των αποφάσεων σημαντικό ρόλο
έπαιζε η κοινή γνώμη. Η έκδοση της φετβά ήταν η εξασφάλιση για πιο ευνοϊκές
αποφάσεις. Ο αντικαταστάτης του καδή λεγόταν ναΐτης.
Ο
καδής λοιπόν ήταν επόπτης της οικονομικής λειτουργίας των βακουφιών, εισέπραττε
τους φόρους διανομής, ήταν υπεύθυνος για την ανακαίνιση ή κατασκευή εκκλησιών
και καθολικών μοναστηριών και είχε πολύ μεγάλη σημασία για το νησί μια και η
προσφυγή σ’ αυτόν ήταν καθαρά για πρακτικούς λόγους.
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Η
Οθωμανική κατάκτηση λένε, ότι, έφερε μεταβολές στην ζωή των Ελλήνων όμως τα
παραδείγματα που οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι συμβίωναν και επικοινωνούσαν
είναι πολλά. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε την περίπτωση των ζιμμήδων στη
Βέροια, που ήταν όλοι οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι, αν και στο τέλος έτσι έλεγαν
τους χριστιανούς υπηκόους, κατέληξαν να είναι από τα πιο δραστήρια αστικά
στοιχεία.
Η
μουσουλμανική παρουσία στην Κρήτη καθιερώθηκε κατά κύριο λόγο με εξισλαμισμούς
του γηγενούς πληθυσμού. Λίγοι ήταν οι Μουσουλμάνοι από άλλες επαρχίες της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη μετά την κατάληψη
της το 1669, κυρίως αξιωματούχοι, διοικητικοί υπάλληλοι ή αυτοκρατορικοί
γενίτσαροι. Οι εξισλαμισμοί, με βάση τις διαθέσιμες πηγές, ξεκίνησαν ήδη από τα
πρώτα χρόνια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669), έλαβαν μεγάλη έκταση κατά τις
πρώτες δεκαετίες μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης του νησιού και συνεχίστηκαν
μέχρι και την έναρξη της επανάστασης του 1821. Ο μεγάλος αριθμός
εξισλαμισθέντων, σε σύγκριση με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αποδόθηκε
στη μεγάλη διάρκεια του πολέμου για την κατάκτηση της Κρήτης και την αναστάτωση
που αυτός επέφερε, καθώς και στη δυνατότητα ένταξης στο σώμα των γενιτσάρων.
Άλλο τρόπο αύξησης του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κρήτης αποτέλεσαν οι
επιγαμίες.
Οι
μουσουλμάνοι διακρίνονταν από τους χριστιανούς από την ενδυμασία και τη
φυσιογνωμία τους. Το σχήμα των ενδυμάτων ήταν όμοιο με των χριστιανών, ενώ οι
διαφορές σχετίζονταν με το χρώμα και τις λεπτομέρειες. Οι μουσουλμάνοι, άνδρες
και γυναίκες, φορούσαν ζωηρά και επιδεικτικά χρώματα ενώ οι χριστιανοί ταπεινά
και σεμνά. Αντί για την κόκκινη ζώνη των μουσουλμάνων και το πράσινο γιλέκο, οι
χριστιανοί φορούσαν σκούρα ζώνη και ερυθρό γιλέκο. Το φέσι των μουσουλμάνων
ήταν κοντό χωρίς τσάκιση, ενώ των χριστιανών μακρύ με τσάκιση πίσω. Το
μουσουλμανικό μαντήλι ήταν κόκκινο ή άλλο χρώμα, ενώ των χριστιανών μαύρο ή
λευκό. Το σαρίκι των μουσουλμάνων ήταν λευκό, πράσινο ή πολύχρωμο, ενώ των
χριστιανών μαύρο ή λευκό. Φορούσαν όλοι στιβάνια, λευκά ή μαύρα, και μόνο
κάποιοι γεροντότεροι μουσουλμάνοι κόκκινα παπούτσια. Σαλβάρι έφεραν οι μπέηδες
και οι αγάδες, κίτρινο ή πράσινο από εριούχο δέρμα.
Οι
μουσουλμάνοι σ’ όλη την Κρήτη κατοίκησαν σε πύργους στην ύπαιθρο ή σε
μεγαλοπρεπείς επαύλεις στις πόλεις και τα περίχωρα. Ιδιαίτερα όμως οι
εγκαταστημένοι στα χωριά, όπου υπερίσχυαν των χριστιανών είναι φανερό ότι ήταν
εξισλαμισμένοι. Εκτός από το Αμάρι και το Σέλινο, το Μονοφάτσι (νότια του
Ηρακλείου), ήταν η πολυπληθέστερη επαρχία της Κρήτης σε αριθμό μουσουλμάνων και
από τους πολλούς εξισλαμισμένους θεωρούνταν μάλιστα τουρκική επαρχία.
Οι
Τούρκοι στην Κρήτη έκτισαν κυρίως τεκέδες κοντά στις τρεις πόλεις όπου -όπως
και στα τζαμιά- οι μουσουλμάνοι λάτρευαν τους αγίους της πίστης των, πρόσφεραν
προς τιμήν τους ζώα και ζητούσαν τη βοήθειά τους. Στους πολυάριθμους τόπους
προσκυνήματος κυρίως τάφους και μέρη που έζησαν μάρτυρες του Κρητικού πολέμου
έκαναν επισκέψεις και προσεύχονταν.
Χριστιανοί
και Τουρκοκρήτες κατοικούσαν στις ίδιες συνοικίες των πόλεων ή των χωριών, συγχρωτίζονταν
μεταξύ τους, έκαναν κουμπαριές, δανείζονταν και συνεταιρίζονταν. Στο Ρέθυμνο η
έξαρση του φανατισμού ήταν τακτικό φαινόμενο, όπως και οι σφαγές εναντίον των
χριστιανών. Εδώ, επειδή οι Τουρκοκρήτες ήταν φτωχότεροι σε σχέση με τις άλλες περιοχές
του νησιού, ενώ παράλληλα ήταν χρεωμένοι στους χριστιανούς, οι αναταραχές
αποσκοπούσαν στην αποφυγή να αποπληρωθούν τα χρέη. Αντίθετα, στις ανατολικές
περιοχές οι σχέσεις μεταξύ των δύο στοιχείων ήταν ομαλότερες και ο φανατισμός
λιγότερος. Μετά τη Μεγάλη επανάσταση βέβαια, οι μουσουλμάνοι συμπεριφέρονταν
στους χριστιανούς σαν να ήταν κατώτερα όντα.
Πολλές
είναι οι περιπτώσεις χριστιανών που ασπάστηκαν εκούσια τον ισλαμισμό με μόνο
λόγο την διατήρηση των προνομίων με τον εξισλαμισμό να αποτελεί πολλές φορές
λύση ανάγκης.
Το
γεγονός που πρέπει να σταθούμε και να αναφέρουμε για εκείνη την περίοδο δεν
είναι άλλο από του εξισλαμισμών των μικρών αγοριών και κοριτσιών τα οποία
δινόταν ως αντάλλαγμα σε μουσουλμανικές οικογένειες για την αποπληρωμή των
διαφόρων χρεών.
Όταν
ο Χάνδακας ήταν υπό τους Οθωμανούς, αποτελούσε το κέντρο του Ισλάμ και της
ανασυγκροτούμενης ορθοδοξίας. Ήταν μια τυπική βαλκανική πόλη με πολλούς
μουσουλμάνους.
Πολλοί από τους ντόπιους ήταν
εξισλαμισμένοι. Οι γενίτσαροι και οι εξισλαμισμένοι στρατιώτες μπλεκόταν στην
οικονομική ζωή της πόλης και στις εμπορικές συναλλαγές. Έλεγχαν τον τελωνειακό
μουκατά, ο οποίος ήταν ένα είδος φόρου, τις εκμισθώσεις αγροτικών φόρων και το
αλάτι, και ήταν διαχειριστές των βακουφίων. Οι κρητικοί γενίτσαροι αποκτούσαν
σπίτι χωρίς πληρωμή.
Οι
κάτοικοι της ήταν μετανάστες, στρατιώτες και το κυριότερο πληθυσμός με εντελώς
διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, με έντονες εντάσεις μεταξύ τους.
Με
την είσοδο των Οθωμανών έχουμε πλήρη ερήμωση της πόλης.
Η
ελίτ των Οθωμανών πήρε τα καλύτερα κτίρια στην παλιά πόλη και ο χριστιανικός
πληθυσμός διέμενε στα περίχωρα.
Έχουμε
πολλούς εξισλαμισμούς γυναικών με εκούσιο τρόπο.
Προς
το τέλος του 17ου αι. έχουμε ασαφή διαχωρισμό στρατιωτών και πολιτών. Μέσα στο
κάστρο κατοικούσαν οι Αρμένιοι ενώ έξω από αυτό οι Εβραίοι. Ο Χάνδακας ήταν ένα
επικίνδυνο μείγμα νέων στρατιωτών και κατοίκων για τους χριστιανούς.
Στον
Χάνδακα χριστιανοί και μουσουλμάνοι συνδεόταν μεταξύ τους με πολλούς τρόπους
όπως οι μικτοί γάμοι, οι εμπορικές συναλλαγές καθώς και οι καταθέσεις στα
δικαστήρια λαμβάνονταν ως έγκυρες νομικά. Η τέλεση των μικτών γάμων αποτελούσε
ένα σύνηθες φαινόμενο και έχουμε και την εφαρμογή του όρου κεπήνια «μικτοί γάμοι
οι οποίοι διαλύονταν πολύ εύκολα».
Η
υπόθαλψη από τους Βενετούς της διαμάχης του Πατριάρχη με την Κρητική εκκλησία
ήταν ένα από τα παραδείγματα του ότι δεν δέχτηκαν την ιδέα ότι ηττήθηκαν και να
επιχειρήσουν να καταλάβουν τα Χανιά. Αν και επιδίωκαν την έλλειψη των ορθοδόξων
επισκόπων προσπάθησαν να εξευμενίσουν τον ορθόδοξο πληθυσμό με το χτίσιμο των
εκκλησιών.
Η
εκδίωξη των Βενετών ήταν καταλυτική για την πολιτισμική αλληλεπίδραση που
έφερε.
Στην
αντίπερα όχθη οι Οθωμανοί από την πλευρά τους έδειχναν εύνοια προς την ορθόδοξη
εκκλησία. Η επιλογή των μητροπολιτών από τους ραγιάδες και τους τοπικούς
πρόκριτους είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία αναταραχής μεταξύ του
Πατριαρχείου και των χριστιανών της Κρήτης επιφέροντας τη διχόνοια στην
κεντρική εκκλησία. Οι Σιναΐτες μοναχοί συγκρούονται με τους διαδοχικούς
μητροπολίτες. Οι πρώτοι προασπίζονταν τα προνόμια των μοναχών. Οι διαμάχες
αυτές κατέληξαν στην σύναψη Σιγγιλίου το 1777. Το Σιγγίλιο ήταν μια συμφωνία
ανάμεσα στους μητροπολίτες της Κρήτης και στους Σιναΐτες μοναχούς.
Ο
καθολικισμός από την άλλη δεν έπαιξε κανένα ρόλο στα γεγονότα του Χάνδακα το
1669 και 1735. Οι Γάλλοι ιεραπόστολοι και οι εκκλησίες τους μάλιστα, επιδίωξαν
τον έλεγχο της θρησκευτικής ζωής από τους ντόπιους. Οι Βενετοί διακατέχονταν
από μια ασάφεια της θρησκευτικής ταυτότητας και κατάφεραν να εισχωρήσουν στα
υψηλά κλιμάκια της Οθωμανικής διοίκησης στην Κρήτη. Οι χριστιανοί, οι
μουσουλμάνοι και οι Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν τις πόρτες τους ανοιχτές για
τις Βενετικές προτάσεις.
Στην
Κρήτη η φύση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν αβέβαιη.
Καταλήγουμε
λοιπός στο συμπέρασμα ότι κατά την πρώτη φάση της δεύτερης Τουρκοκρατίας όσοι
εξισλαμίστηκαν ηθελημένα ή μη, εκτουρκίστηκαν στο σύνολο τους, σε αντίθεση των
όσων τις τελευταίες δεκαετίες που επαναεκχριστιανίστηκαν.
Περί
το 1770 έχουμε στην Κρήτη την εξέγερση που ενθαρρύνθηκε από την Ρωσία, και για
εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών και συμφερόντων, και έμεινε στην ιστορία σαν τα
«Ορλοφικά».
Κατά
τον 17ο αι και αρχές του 18ου αι. παρατηρείται το γεγονός όπου άτομα με απώτατη
χριστιανική καταγωγή, να εξισλαμίζονται, να κάνουν μεταστροφή στο χριστιανισμό
και να εξισλαμίζονται εκ νέου στην αρχή της δεύτερης οθωμανικής κυριαρχίας. Η
εκ νέου υποταγή στους Οθωμανούς γινόταν κάποιες φορές με χαρά διότι οι
υποσχέσεις τους ήταν καταλυτικές και ο αγροτικός πληθυσμός ήταν δυσαρεστημένος
από τους Βενετούς. Η Υψηλή Πύλη επιδίωκε την διοικητική οργάνωση και την δίκαιη
κατανομή των φόρων.
Έχουμε
εξισλαμισμό σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, και μια αιτία αυτού του γεγονότος,
όπως υποστηρίζει ο Μιχαήλ Οικονόμου είναι και η θρησκευτική χαλαρότητα που
επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Εμφανίζεται το γεγονός της ύπαρξης μουσουλμάνων
με ισλαμική ορθοδοξία.
Εκτός
από τους εξισλαμισμένους Χριστιανούς και τους λίγους Μουσουλμάνους οι οποίοι
εγκαταστάθηκαν στο νησί από άλλες περιοχές το πρώτο διάστημα μετά την
κατάκτηση, στην Κρήτη αναφέρονται και άλλες ομάδες Μουσουλμάνων. Κατά το 18ο
αι. απαντούν Αιθίοπες στις πόλεις του νησιού. Σημαντικός αριθμός Αράβων από την
Αίγυπτο και τη Βεγγάζη, όπως και «Αιθιόπων», εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη στο
διάστημα που ακολούθησε μετά το τέλος της επανάστασης του 1821-1830.
Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούσαν
στις τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού και κυρίως στα Χανιά. Έχει διατυπωθεί
μάλιστα η άποψη ότι οι εποικισμοί αυτοί υπηρετούσαν σχέδιο αλλοίωσης της
πληθυσμιακής αναλογίας μεταξύ των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων της Κρήτης.
Μετανάστες από τη Βεγγάζη κατέφυγαν επίσης στην Κρήτη κατά την τελευταία
δεκαετία του 19ου αι. εξαιτίας του λιμού που επικρατούσε στην πατρίδα τους.
Ήδη
από το 18ο αι., κυρίως όμως σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και αργότερα, ως
την αναχώρηση τους από το νησί, κοινή ήταν η διαπίστωση ότι οι Μουσουλμάνοι της
Κρήτης προέρχονταν από εξισλαμισμούς και δεν διέφεραν από τους Χριστιανούς
συντοπίτες τους. Ακόμη και σε περιόδους πολεμικών αναμετρήσεων, όπως για
παράδειγμα στην αρχή της επανάστασης του 1866-1869, αναφέρεται ότι «οι Οθωμανοί
της Κρήτης κατ' ουδέν διαφέρουσι των Χριστιανών ειμή μόνον κατά το θρήσκευμα
και το εθνικόν αίσθημα, ειδεμή γλώσσα, ήθη, έθιμα, χαρακτήρ είναι ο αυτός». Την
ίδια άποψη είχαν και οι πολιτικοί αρχηγοί των χριστιανικών παρατάξεων στην
Κρητική Βουλή κατά την περίοδο της Αυτονομίας, την οποία όμως δεν φαίνεται να
συμμερίζονταν η πλειονότητα των Χριστιανών, ένα μεγάλο μέρος των αντιπροσώπων
τους στη Βουλή και ορισμένοι κρατικοί λειτουργοί.
Το
μεγαλύτερο μέρος των Τουρκοκρητικών, όπως επικράτησε να αποκαλούνται από τα
τέλη του 19ου αι. οι Μουσουλμάνοι του νησιού, κυρίως όσοι το εγκατέλειψαν με
βάση τη Σύμβαση Ανταλλαγής της Λωζάννης, θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη.
Ακόμη και σήμερα πολλοί Τουρκοκρητικοί δεύτερης και τρίτης γενιάς, οι οποίοι
ζουν στη Σμύρνη, το Αϊβαλή, την Κωνσταντινούπολη και αλλού, εξακολουθούν να
χρησιμοποιούν την κρητική διάλεκτο και να νοσταλγούν την «κρητική πατρίδα».
Η
αναμέτρηση μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Κρήτη, η οποία κορυφώθηκε τα
τελευταία χρόνια του 19ου και τις αρχές του 20ου αι., δεν μπορεί να ερμηνευτεί
μόνο με τον εθνικό φανατισμό και την επιθυμία για ένωση με την Ελλάδα της
χριστιανικής πλειοψηφίας. Η αγροτική κρίση, οι καταστροφές που προκάλεσαν οι
διαδοχικές εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και η γενικότερη
οικονομική καχεξία στην αυτόνομη Κρήτη δεν άφηναν περιθώρια συνδιαλλαγής και
ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι καταχρεωμένοι Χριστιανοί
αγρότες βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.
Η
απουσία ασφάλειας και το κλίμα αναρχίας που επικρατούσε στην κρητική ύπαιθρο
ενθάρρυνε τις καταπατήσεις μουσουλμανικών ακινήτων ή την τρομοκράτηση των
ιδιοκτητών με σκοπό τη μεταβίβαση των περιουσιών τους με χαμηλό τίμημα. Αρκετοί
που δεν κατόρθωσαν να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση, Χριστιανοί
κυρίως της δυτικής Κρήτης όπου οι μουσουλμανικές ιδιοκτησίες ήταν λιγότερες σε
σχέση με την ανατολική, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, με κύριο
προορισμό τη βόρεια Αμερική.
Οι
κρυπτοχριστιανοί διατήρησαν συνθήματα επικοινωνίας μεταξύ τους, οι γονείς
μετέδιδαν την χριστιανική αλήθεια στα παιδιά τους και ζούσαν συνεχώς με το φόβο
της αποκάλυψης. Διέσωσαν στην καρδιά τους την προγονική πίστη και την
μεταβίβαζαν μέσα στην οικογένειά τους. Στο Μονοφάτσι όταν εξισλαμίσθηκαν
ομαδικά μετά το 1770 απαντούσαν οι κρυφοί για τις περιποιημένες εκκλησίες τους,
ότι οι πατέρες τους τους παρήγγειλαν να μην τις καταστρέφουν, γιατί είναι τόπος
όπου κατοικεί ο Θεός, αλλά χλεύαζαν τις εικόνες. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι
πρόσφεραν εξαιρετικές εθνικές υπηρεσίες και συχνά προστάτευαν τους άλλους
χριστιανούς από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων. Είναι χαρακτηριστική η φράση που
κυκλοφορούσε το 1862 στην Κρήτη λόγω της ύπαρξης πολλών κρυφών χριστιανών :
« Τούρκος είσαι Μουσταφά; Τούρκος μα την
Παναγιά!».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά
λοιπόν διαπιστώνουμε ότι :
α. Υπήρχε συμβίωση μουσουλμάνων και
χριστιανών πολύ πριν την δημιουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ενσωμάτωση
των χριστιανών δεν έγινε πάντα με την χρήση βίας. Υπάρχουν περιπτώσεις εκούσιας
επιδίωξης χριστιανών για προσάρτηση στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι
θρησκευτικές, διοικητικές, ταξικές, κοινωνικές και όποιες άλλες διαιρέσεις
επέβαλλε η οθωμανική διοίκηση, δεν σημαίνει αναγκαστικά πως «εξαφάνισαν» τις
προϋπάρχουσες εθνικές ετερότητες.
β. Συγκρούσεις υπήρξαν με μόνο λόγο την
ενσωμάτωση των χριστιανών αλλά επί το πλείστον η καθημερινή ζωή ήταν σε κλίμα
ηρεμίας..
γ. Οι σχέσεις χριστιανών είχαν
διακυμάνσεις τα οποία είχαν σχέση με το χρόνο, την περιοχή και τις
πολιτικοοικονομικές εξελίξεις.
δ. Το Οθωμανικό κράτος με εντολή του
σουλτάνου εφάρμοσε καθεστώς ελευθερίας απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους του
αλλά και στις δραστηριότητες τους (εμπόριο, ήθη, έθιμα).
ε. Ο ισλαμοχριστιανικός πολιτισμός έχει
ένα κοινό χαρακτηριστικό, τον αγώνα των μοναρχών να επεκτείνουν την προσωπική
τους δικαιοδοσία σε βάρος της θρησκευτικής. Οι δύο αυτοί πολιτισμοί πρέπει να
αλλάξουν στάση και να μη βλέπει ο ένας τον άλλο ως εχθρό αλλά ως συνοδοιπόροι
των πολιτικών αλλαγών που υφίσταται ο κόσμος.
στ. Η συνείδηση της εθνικής διαφορετικότητας των
Ελλήνων απέναντι στους Οθωμανούς προκύπτει από δύο παράγοντες. Αφ' ενός από τη διαφορετική
θρησκεία. Η Ορθοδοξία συμβάλλει στη διατήρησή τους κατά τους κλασικούς
οθωμανικούς αιώνες, αυτό όμως δεν θα το κατόρθωνε χωρίς την ηθική δύναμη του
ελληνισμού. Αφ' ετέρου από την πρακτική του οθωμανικού κράτους να απομονώνει τις
εθνικές κοινότητες μεταξύ τους, κυρίως μάλιστα τις χριστιανικές, και έτσι να αναπτύσσεται
κάθε μία χωριστά, χωρίς τη δυνατότητα διεκκλησιαστικών σχέσεων, γεγονός που θα
μπορούσε να τις καταστήσει ισχυρές και συνεπώς επικίνδυνες για το οθωμανικό καθεστώς.
ζ. Έχουμε μεγάλη άνθηση των τεχνών. Σαν
παράδειγμα αναφέρουμε τα Μετέωρα που αποτελούν μοναστικό κέντρο τοπικής
επιρροής.
Τελειώνοντας
θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η αντίληψη για τον δυνάστη Οθωμανό αποτελεί
περισσότερο δημιούργημα της φαντασίας του λαού παρά την πραγματικότητα.
Βέβαια
δεν πρέπει να λησμονούμε ότι την ιστορία την γράφει ο νικητής και ο ηττημένος
εκμεταλλεύεται της όποιες συγκρούσεις και απώλειες υπέρ του δέοντος, και όπως αναφέρει
ο Albert Einstein σε επιστολή του προς τον Νίκο Καζαντζάκη την 02/07/1952, ¨….Είναι
ίσως το αδυσώπητο πεπρωμένο τον ανθρώπων να κάνει αβάσταχτη την ύπαρξη των
συνανθρώπων του…¨
ΟΥΑΙ ΤΟΙΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου