12 Ιουλ 2009

Η θέση της εκκλησίας στη σύγχρονη Ελλάδα και η αντίληψη για την Ορθοδοξία ως συστατικό της εθνικής ταυτότητας


...Οποίος μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού, νομίζω ότι ματαιοπονεί,·όποιος όμως μιλάει για Ελληνισμό ερήμην της Ορθοδοξίας κάνει κάτι χειρότερο ασχημονεί".[1]
Για τους ορθόδοξους χριστιανούς δεν υπάρχει «ιδεολογική διαφορά και διαφωνία». Απλούστατα γιατί δεν θεωρούν το χριστιανισμό ιδεολογία αλλά βίωση του μυστηρίου της ζωής και της σωτηρίας του ανθρώπου.[2]
Για ορισμένους στοχαστές ο διοικητικός διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας μπορεί να οδηγήσει σε αποσύνδεση της ελληνικότητας από την Ορθοδοξία. Μπορεί δηλαδή να πάψει η χριστιανό-ορθόδοξη κληρονομιά να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας του Νεοέλληνα. Γιατί, αν αυτή η ταυτότητα είναι το αποτέλεσμα συνδυασμού της αρχαίας ελληνικής και της ανατολικό-χριστιανικής κληρονομιάς μας, αυτός ο μοναδικός συνδυασμός παίρνει σάρκα και οστά σε ένα θεσμικό σύστημα όπου κράτος και Εκκλησία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα.
Νομίζω ότι το παραπάνω επιχείρημα είναι λανθασμένο. Η παραπέρα διαφοροποίηση του κρατικού και του θρησκευτικού χώρου, υπό τη μορφή της μεγαλύτερης αυτονομίας της Εκκλησίας από το κομματικοκρατικό σύστημα, δεν σημαίνει στεγανοποίηση. Σημαίνει απλώς ότι οι δεσμοί θα είναι διαφορετικοί. Οι δεσμοί θα είναι τέτοιοι που θα οδηγούν από τη σημερινή κυριαρχία της κομματικοκρατικής λογικής πάνω στη θρησκευτική/πνευματική λογική σε μια κατάσταση όπου οι σχετικά αυτόνομες λογικές του κρατικού και του εκκλησιαστικού χώρου θα συνυπάρχουν σε κατάσταση αλληλοσεβασμού, σε κατάσταση ισορροπίας.
Η διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας είναι αναμφισβήτητη αλλά πρέπει να τη δει κανείς στο επίπεδο του έθνους και του πολιτισμού και όχι σε αυτό του κράτους. Πράγματι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η αρχαία ελληνική παράδοση (όπως επηρέασε τον πρωτοχριστιανισμό και όπως στη συνέχεια διαμορφώθηκε από τον δυτικό Διαφωτισμό) και η παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας αποτελούν σήμερα συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς μας, δηλαδή της εθνικής μας ταυτότητας. Ως έθνος και ως πολιτισμός είμαστε βαθιά διαποτισμένοι και από τις δύο αυτές παραδόσεις. Αυτό όμως με κανέναν τρόπο δεν προϋποθέτει και δεν νομιμοποιεί τη διαιώνιση των σημερινών διοικητικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.
Εστιάζοντας τώρα στη διασύνδεση ελληνικότητας και Ορθοδοξίας σε επίπεδο κράτους και όχι σε έθνους/πολιτισμού, τότε οδηγούμαστε αυτόματα στο, κατά την προσωπική μου άποψη, λανθασμένο συμπέρασμα ότι όποιος δεν ασπάζεται τα δόγματα ή τις συγκεκριμένες θεσμικές μορφές της Εκκλησίας (γιατί είναι άθεος, «αιρετικός», «αλλόθρησκος» κτλ.) παύει να είναι «πραγματικός» Έλληνας ή στην καλύτερη περίπτωση είναι Έλληνας δεύτερης κατηγορίας.
Η συνάντηση και ένωση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, ως πατερικής Ορθοδοξίας, αρχίζει ήδη στην Καινή Διαθήκη, μετά την Πεντηκοστή και την εμφάνιση στην ιστορία της Εκκλησίας ως "σώματος Χριστού". Με μία κίνηση προχωρήσαμε οι Έλληνες από την "Εκκλησία του Δήμου" στην "Εκκλησία του Χριστού". Ο Χριστός μας πριν από το Πάθος και την Ανάστασή Του συνδύασε την "ώρα" της "δόξας" Του, δηλαδή του σταυρικού Του θανάτου, με την επιθυμία των Ελλήνων να Τον γνωρίσουν. Διότι ο Ελληνισμός θα δεχθεί το Ευαγγέλιό Του, που ο φαρισαϊκός Ιουδαϊσμός απέρριψε, και θα καταξιωθεί σε απόστολο και κήρυκα της Πίστεώς Του. Οι "ελληνιστές", όπως οι Επτά Διάκονοι και κυρίως ο Απόστολος Παύλος, θα ισχυροποιήσουν τον σύνδεσμο του Ελληνισμού με την Χριστιανική Πίστη, ενώ μετά το 70 μΧ (καταστροφή των Ιεροσολύμων από τον αυτοκράτορα Τίτο) οι Έλληνες θα αποβούν πρωτότοκοι εν πολλοίς αδελφοίς στη ζωή της Εκκλησίας. Η ελληνική γλώσσα εκκλησιάζεται και αυτή και γίνεται "εκκλησιαστική ελληνική", όπως η γλώσσα της Π. Διαθήκης ήδη από τον 2ο πΧ αι., της Καινής Διαθήκης, των αγίων Πατέρων και των Ιερών Συνόδων. Ο χαρακτήρας της Εκκλησίας σ' όλο το φάσμα των δομών και λειτουργιών της έγινε αμετάκλητα ελληνικός.
Μέσα στην Εκκλησία - Ορθοδοξία σώθηκαν όλα τα υγιή και γόνιμα στοιχεία της ελληνικότητας, η οποία -με τους αυθεντικούς εκπροσώπους της- διαμόρφωσε την υψηλότερη λυτρωτική αναζήτηση στον αρχαίο κόσμο και γι' αυτό όχι μόνο δέχθηκε τον Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, αλλά και αναδείχθηκε σε ιστορική σάρκα της Ορθοδοξίας και ανθρώπινη φύση της θεανθρώπινης ένωσης της Ορθοδοξίας. Είναι η μεγαλύτερη τιμή για μας τους Έλληνες, διότι οδηγήσαμε και τους άλλους λαούς στην εν Χριστώ σωτηρία. Η εθνική μας υπόσταση σώθηκε με τους Ορθοδόξους μέσα στο Βυζάντιο - Ρωμανία, την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, και κυρίως στα χρόνια της μακρόχρονης δουλείας μας, που αρχίζει τον 7ο αιώνα με την αραβοκρατία, για τους Έλληνες της Μέσης Ανατολής, και συνεχίσθηκε με την οθωμανοκρατία και λατινοκρατία ως τη νεώτερη αγγλοκρατία για τα Επτάνησα (1809/15-1864) και την Κύπρο (1878). Όσοι αποκόπτονταν από την Ορθόδοξη Πίστη και Κοινωνία, έχαναν και την ελληνικότητά τους. Αυτό σημαίνουν τα ρήματα "φραγκεύω" και "τουρκεύω". Έλληνες έμειναν όσοι παρέμειναν Ορθόδοξοι. Είναι αυτοί που αρνήθηκαν, μέχρι μαρτυρίου ακόμη, να φραγκεύσουν ή να τουρκεύσουν. Οι Έλληνες της Κεντρικής Μικρασίας έχασαν την γλώσσα τους, αλλά σώζοντας την πίστη τους έμειναν και Έλληνες. Αντίθετα, οι Βαλαάδες (Νομός Γρεβενών) της Δ. Μακεδονίας κράτησαν μεν την γλώσσα τους, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να τουρκεύσουν, διότι έχασαν την ορθόδοξη Πίστη τους
[3]. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Ελληνισμός σώζεται μέσα στην Ορθοδοξία!
Ο υπόδουλος Ελληνισμός έφθασε στο '21 με ακμαίο το ελληνορθόδοξο φρόνημά του. Την ελληνική πατρίδα ελευθέρωσαν οι αγωνιστές που είχαν ζωντανή σχέση με την Πίστη τους. Οι Διαφωτιστές δεν πολέμησαν, οι Παπικοί είχαν εντολές από τη Ρώμη και τη Γαλλία, τους Προστάτες τους, να μη συμπράξουν στον Αγώνα, και όσοι γίνονταν Προτεστάντες, υπάκουαν στις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Η απάντηση του Μακρυγιάννη στον Γάλλο Μαλέρμπ δείχνει τη σύνδεση των Αγωνιστών του '21 και της Ορθοδοξίας : "...Πράγμα τζιβαϊρικόν και πολύτιμον, όπου το βαστήξαμε εις την τυραγνία του Τούρκου, δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμεν οι Ελληνες... Και όχι του λόγου σου να μου το ειπής, δεν σ' ακούγω, αλλά κι ο Θεός ο δικός σου να μου το ειπή (να αλλάξω την πίστη μου) δεν σαλεύει το μάτι μου..". Και ο κορυφαίος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού, Κ. Βακαλόπουλος, μαρτυρεί ότι στην διάρκεια της δουλείας η Ορθοδοξία "ήταν κάτι παραπάνω από θρησκευτικό δόγμα. Ήταν το πνευματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκφραζόταν η εθνική τους συνείδηση, ολόκληρος ο κόσμος τους, που έκλεινε μέσα του το ένδοξον παρελθόν και τις ελπίδες απολυτρώσεως"
[4].
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να εγκαταλείψει ο Έλληνας την Πίστη του και να δεχθεί την οποιαδήποτε μείωσή της; Πώς είναι δυνατόν να αρνηθεί την ελληνορθόδοξη ταυτότητά του; Ο Έλληνας νιώθει υπερήφανος για την Πίστη του, ακόμη και ο φαινομενικά αδιάφορος, διότι μέσα σ' αυτήν δοξάζεται και μεγαλουργεί στους αιώνες. Σέβεται όμως και κάθε άλλη πίστη, αλλά απαιτεί να σέβονται και οι άλλοι τη δική του Πίστη.
Τις μέρες μας γίνεται λόγος και για την Ευρώπη, ότι αυτή απαιτεί τις σχεδιαζόμενες αντορθόδοξες ενέργειες, εδώ θα υπενθυμίσουμε ότι το 1981, που η Ελλάδα υπέγραψε την ένταξή της στην Ενωμένη Ευρώπη (ΕΕ), η παγκόσμια έγκυρη γαλλική εφημερίδα "Le Monde" έγραφε ότι "η χώρα της Φιλοκαλίας εισέρχεται στην Ευρώπη".
Η Ορθοδοξία όμως δεν είναι για τον Ελληνισμό υπόθεση μόνο του παρελθόντος. Από μεγάλους του πνεύματος αναγνωρίζεται και σήμερα ως η ψυχή, η δύναμη και το καύχημά του. Ο μεγάλος άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν όπου μνημειώδης είναι ο θαυμασμός που εξέφραζε για την Ορθοδοξία καλεί τους Έλληνες να κρατήσουν την ορθόδοξη ταυτότητά τους, για να έχουν μέλλον και πολιτισμική προσφορά στον 21ο αι. Ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας Ζάκ Λακαριέρ με την είδηση του χαμού του ο πρωθυπουργός της Ελλάδος και τότε υπουργός Πολιτισμού Κώστας Καραμανλής εξέφρασε τα συλλυπητήρια του για το θάνατο του λέγοντας ότι "η Ελλάδα αποχαιρετά έναν ακάματο πρεσβευτή του πολιτισμού μας σε ολόκληρο τον κόσμο"
[5], δήλωνε "για έναν Έλληνα η Ορθοδοξία είναι το σπίτι του"[6]. Και δεν είναι οι μόνοι, που μιλούν με αυτό τον τρόπο για την "ασύγχυτη και αδιαίρετη" ένωση του Έθνους μας με την Ορθοδοξία. Και δεν είναι μόνο οι ξένοι που καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα.
Ο προσδιορισμός του περιεχομένου της εθνικής ταυτότητας με τα τυπικά τουλάχιστον χαρακτηριστικά (διαχείριση και αναπαραγωγή εθνικών συμβόλων, προσδιορισμός του περιεχομένου της εθνικής πολιτικής, σε εξωτερικό και εσωτερικό επίπεδο) οφείλει να είναι δημόσια υποχρέωση του κράτους, ενώ η διαχείριση της θρησκευτικής ταυτότητας, προσωπικό δικαίωμα των πολιτών του, που έχει μεν σχέση και αναφορά με το δημόσιο χώρο, αλλά δεν μπορεί να προβάλλεται και να επιβάλλεται με τους όρους του κράτους ή του έθνους. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν η παρουσία της θρησκείας είναι εθνική-κρατική υπόθεση, τότε η ίδια όχι μόνο βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία της, αλλά επιπλέον οδηγείται αναπόδραστα στην υιοθέτηση των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, που το επίσημο εθνικό κράτος διαχειρίζεται. Με την έννοια αυτή, η θρησκεία γίνεται παράπλευρη κρατική δομή εξουσίας, που συνδιαχειρίζεται με το εθνικό κράτος το μερίδιο της εθνικότητας που της αναλογεί. Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού στη νεοελληνική περίπτωση αποδείχθηκαν τραγικές, εφόσον σε πολλές περιπτώσεις ο εσωτερικός πολιτικός διχασμός οδηγούσε αναπόδραστα σε θρησκευτικό διχασμό και την ίδια την Εκκλησία, η οποία, ως «εθνική», όφειλε να αναπαράγει το περιεχόμενο της εθνικής πολιτικής, όπως αυτό προσδιοριζόταν από την οποιαδήποτε εθνική κυβέρνηση.
ΤΟ ΙΣΛΑΜ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στην περίπτωση της Τουρκίας, το Ισλάµ δεν αποτελεί µόνο θρησκεία αλλά ουσιαστικά τρόπο ζωής για τα εκατομμύρια των πιστών της. “Το Ισλάµ συχνά θεωρείται ως ολοκληρωτική θρησκεία : αυτό σημαίνει (ότι θεωρείται), όχι µόνο ως θρησκεία σε όρους θεολογικών πεποιθήσεων και λατρείας αλλά επίσης ως τρόπος ζωής που καθοδηγεί την πολιτική, οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά.”
[7]
Τι είναι όμως το Ισλάμ και ποια η διδασκαλία του; Πρόκειται για “θρησκευτικοπολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στην Αραβία στην αρχή του 7ουαι. µε αρχηγό το Μωάμεθ”[8]. Η λέξη Ισλάμ είναι αραβική και σημαίνει “ευσεβής υποταγή εις την θέληση του Θεού”[9]. Η διδασκαλία του Ισλάμ περιέχεται στο ιερό βιβλίο των μωαμεθανών, το Κοράνι που μαζί µε τη σούνα αποτελεί τη βάση του ισλαμικού νόμου. “Το Ισλάμ επιβάλλει τη γενναιοδωρία και τη φιλαλήθεια και καταδικάζει άνευ όρων τον εγωισμό. Η θρησκευτική ζωή του πιστού στηρίζεται στους πέντε πυλώνες, όπως λέγονται, της πίστης.” Τα βασικά δηλαδή καθήκοντα των πιστών είναι η ομολογία της πίστης στον Αλλάχ και τον Μωάμεθ, η προσευχή (πέντε φορές ημερησίως), ο φόρος ελεημοσύνης, η νηστεία (µόνο την ημέρα στη διάρκεια του Ραµαζανιού) και το προσκύνημα στη Μέκκα από κάθε πιστό (τουλάχιστον µία φορά). Στην πορεία όμως προστέθηκε και ένας ακόμη πυλώνας, η Τζιχάντ, που είναι ένας από τους πιο παρεξηγημένους όρους του Ισλάμ. “Στο δυτικό κόσμο έχει επικρατήσει να αποδίδετε ως «ιερός πόλεμος», πιστεύοντας ότι έτσι επιβεβαιώνεται η (υποτιθέμενη) μισαλλοδοξία των μουσουλμάνων. Το εξωθρησκευτικό ωστόσο νόημα της λέξης είναι «πάλη» και «προσπάθεια».”[10]
Οι οπαδοί του ισλαμισμού εκτείνονται σε όλον τον κόσμο και αριθμούν τα περισσότερα µέλη στην Ασία και την Αφρική, ενώ μουσουλμάνοι πιστοί υπάρχουν στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ωκεανία, σε μικρότερα όμως μεγέθη. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μουσουλμάνοι διχάστηκαν σύντομα μετά το θάνατο του Μωάμεθ σε σιίτες και σουνίτες, με τελική επικράτηση των δεύτερων.
Επιστρέφοντας στην τουρκική κοινωνία, “τα 4/5 περίπου του πληθυσμού είναι Σουνίτες, δηλαδή ορθόδοξοι μουσουλμάνοι”
[11]. Συνολικά, το 99,8% των Τούρκων έχουν μουσουλμανική θρησκεία, ενώ ο χριστιανισμός, ο εβραϊσμός και οι άλλες θρησκείες καταλαμβάνουν μόλις το 0,2% του πληθυσμού. Ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι της χώρας είναι πιστοί μουσουλμάνοι, υπάρχει τεράστια ποικιλομορφία στην άποψή τους όσον αφορά τη θέση του Ισλάμ στο σύγχρονο κόσμο με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να εκφραστή για πρώτη φορά γνήσια η λαϊκή ετυμηγορία εκλέγοντας µια κυβέρνηση από ένα ισλαμικό κόμμα. Εντούτοις, υπάρχουν αρκετοί πολίτες που δεν ασχολούνται µε την θρησκεία, δεν συμμετέχουν ενεργά στα θρησκευτικά δρώμενα και δεν επιζητούν περαιτέρω άνοδο της επιρροής του Ισλάμ στη τουρκική κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι, “το πολιτικά προσανατολισμένο Ισλάμ, ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντικό, θα πρέπει να θεωρηθεί µία μόνο από τις τάσεις που εκδηλώνονται στην Τουρκία.”[12] “Στις μέρες µας, θεωρείται ότι η θρησκεία έχει έναν μετριοπαθή, ορισμένοι υποστηρίζουν έναν αυξανόμενο ρόλο στην τουρκική πολιτική ζωή.”[13]
Προτού όμως μιλήσουμε για τη θέση του Ισλαμισμού στη τουρκική κοινωνία, πρέπει να αναφερθούμε στην ιστορία του τουρκικού κράτους.
Το τουρκικό κράτος ήταν μουσουλμανικό, δεν υπήρξε όμως ποτέ ισλαμικό µε τον τρόπο που είναι, για παράδειγμα, σήμερα η Σαουδική Αραβία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν εφαρμόστηκε ποτέ η προβλεπόμενη από το κοράνιο τιμωρία της κλοπής (κόψιμο του χεριού).
Όμως, από την πρώιμη ιστορία του τουρκικού κράτους υπήρξε ανάγκη για εκσυγχρονισμό και απομάκρυνση από τον ισλαμικό συντηρητισμό, κάτι που πραγματοποιήθηκε από τον Κεµάλ Ατατούρκ.
Ο Κεµάλ αντιμετώπισε το Ισλάμ ως ασθένεια και χρησιμοποίησε ακόμα και τη θανατική ποινή για να περιορίσει την επιρροή του στην τουρκική κοινωνία. Χάρη στον Ατατούρκ, η Τουρκία μετατράπηκε σε κάτι μοναδικό : µια δημοκρατική μουσουλμανική χώρα.
Ο Κεµάλ διαχώρισε την Εκκλησία από το Κράτος. Επιπλέον, όντας ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στους κληρικούς, έθεσε την Εκκλησία υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους.
“Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αφότου η Τουρκία εισήλθε στην εποχή των εκλογών και των πολιτικών κομμάτων η στάση του τουρκικού κράτους απέναντι στον ισλαμισμό άρχισε να χαλαρώνει για λόγους ψηφοθηρικούς”
[14].
Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίζεται από την λεγόμενη «ισλαμική αφύπνιση» που οδηγεί στην εξουσία τον Ερµπακάν, τον πρώτο ισλαμιστή πρωθυπουργό. Είναι λοιπόν γεγονός ότι το ενδιαφέρον για τη θρησκεία έχει αναζωπυρωθεί στη σύγχρονη Τουρκία. Από τα τέλη του '80 και τις αρχές του '90, που ήταν πρωθυπουργός ο Turgut Ozal, χτίστηκαν πολλά νέα τζαµιά και εμφανίστηκε ξανά ο φερετζές.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας στην Τουρκία μέχρι και σήμερα από αμιγώς ισλαμικά κόμματα, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Συνεπώς, τα τουρκικά κόμματα συνδέονται µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο µε κάποια όψη του Ισλάμ. “Η παρουσία του Ισλάμ στην τουρκική πολιτική ζωή θα έπρεπε σήμερα να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως έκφραση αντίδρασης στα πεπραγμένα της Κεµαλικής Τουρκίας και ως μέσο αναζήτησης εθνικής και ατομικής ταυτότητας και πολύ λιγότερο ως προσπάθεια επιβολής κάποιας ριζοσπαστικής μορφής θρησκευτικού καθεστώτος στην τουρκική κοινωνία, που να δικαιολογεί μάλιστα την μαζική επί πολλές δεκαετίες παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τούρκων πολιτών.”
[15]
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Recep Tayyip Erdogan και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Abdullah Gul, αν και έχουν βαθιά ισλαμικές ρίζες, η έντονη θρησκοληψία τους έχει μετριαστεί τα τελευταία χρόνια. Ο κ. Erdogan είναι πραγματιστής. Φαίνεται να έχει αλλάξει πολύ από τις μέρες που υποστήριζε ένθερμα τον ισλαμισμό. Το 2004, µε προτροπή των ενόπλων δυνάμεων (ΕΔ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), απέσυρε την πρόταση που είχε καταθέσει το κόμμα του για την ποινικοποίηση της μοιχείας.
“Η πλειοψηφία των κεµαλιστών στην Κωνσταντινούπολη και στην Άγκυρα, όμως, θεωρεί ότι ο κ. Erdogan δεν έχει αποκαλύψει ακόμα τις πραγματικές του προθέσεις που δεν είναι άλλη από την καθιέρωση του ισλαμισμού. Πιστεύουν ότι χρησιμοποιεί την προοπτική της ένταξης στην ΕΕ για να μειώσει της δύναμης των ΕΔ, ώστε να μπορέσει να μετατρέψει τη χώρα σε ισλαμικό κράτος, όπως το Ιράν.”
[16]
Γενικότερα, “η χώρα είναι πολωμένη μεταξύ, αφ' ενός, ευσεβών (και μερικές φορές πολιτικά ενεργών) μουσουλμάνων και, αφετέρου, της κοσμικής αστικής ελίτ, η οποία περιλαμβάνει τους ισχυρούς στρατιωτικούς. Ένα σημάδι αυτής της πόλωσης είναι η περιοδική διαμάχη σχετικά µε το πώς οι γυναίκες πρέπει να ντυθούν”[17]. Η απαγόρευση της χρήσης του φερετζέ στο σχολείο και τα πανεπιστήμια αποτέλεσε ένα ζήτημα που κλόνισε τα θεμέλια μιας χώρας που θέλει να αποκαλείται δημοκρατική. Οι μουσουλμάνες γυναίκες υποστηρίζουν ότι να φοράς ένα φερετζέ είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα και ένα θρησκευτικό καθήκον. Οι κοσμικοί θεωρούν το φερετζέ ως προκλητικό πολιτικό σύμβολο, και έχουν κατορθώσει να το απαγορεύσουν από τα πανεπιστήμια, τα κρατικά σχολεία και τα κυβερνητικά υπουργεία.
Ολοκληρώνοντας, οι αισιόδοξοι θεωρούν την Τουρκία ως πρότυπο για άλλες μουσουλμανικές κοινωνίες - ένα υπέρ- δυτικό κράτος, που ασκεί πολυκομματική δημοκρατία, η οποία έχει γυρίσει την πλάτη της στον μουσουλμανικό ριζοσπαστισμό υποστηρίζοντας ότι, η χώρα αυτή ως πρότυπο μουσουλμανικής μετριοπαθούς δημοκρατίας, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να είναι κάθε ισλαµικό κράτος, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να είναι πολύ πιο κοντά στην επίτευξη μιας αληθινά πολύπλευρης δημοκρατίας από μερικούς από τους γείτονές τους. Το πρότυπο της κοσμικής δημοκρατίας της Τουρκίας έχει δημιουργήσει µια σταθερότερη, και πιο ανοικτή κοινωνία από αυτή που υπάρχει σε πολλά ισλαμικά έθνη.
[1]Βλ. Δήλωση γλωσσολόγου κ. Γ. Μπαμπινιώτη Εφημερίδα Βήμα της Κυριακής 19-04-1998
[2]Βλ. Δήλωση κ. Γ. Παπαθανασόπουλου Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 14-10-2005
[3]Βλ.http://www.mirsini.net.gr/%CE%92%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CF%82.htm
[4]Βλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού
[5]Βλ. www.ert.gr
[6]Βλ. Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 6.12.98
[7]Βλ. Tapper, Richard.σελ.32
[8]Βλ. Εγκυκλοπαίδεια Παιδεία.σελ.397
[9]Βλ. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ‘ΗΛΙΟΥ’.σελ.37
[10]Βλ. www.in.gr/news
[11]Βλ. Shankland, David.σελ.25
[12]Βλ. Shankland, David.σελ.24
[13]Βλ. Tapper, Richard.σελ.32
[14]Βλ. Τσάγκα Σελ.11
[15]Βλ. Τσάγκια Σελ 11
[16]Βλ. Τσάγκα Σελ. 12
[17]Βλ. http://news.bbc.co.uk/2/hi/talking_point/3192647.stm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου