Καθολική Εκκλησία
Η Ονομασία
Οι πρώτοι Χριστιανοί αποκαλούσαν την χριστιανική Εκκλησία "Καθολική". Ένας από αυτούς, ο Άγιος Ιγνάτιος της Αντιόχειας, του οποίου μία επιστολή προς τους Χριστιανούς της Σμύρνης περιέχει την παλαιότερη χρήση της ονομασίας "Καθολική Εκκλησία" που διασώθηκε, ξεχώριζε την Καθολική Εκκλησία από τις αιρετικές ομάδες που παρουσιάζονταν, αποκαλώντας τους αιρετικούς "τέρατα με όψη ανθρώπινη, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει να δέχεστε στο σπίτι σας αλλά ούτε και να τους γνωρίζετε". Τον όρο Καθολική Εκκλησία χρησιμοποιεί και ο Άγιος Αυγουστίνος για να διακρίνει την αληθινή Εκκλησία από την αίρεση: "Πολλά είναι αυτά που με κρατάνε στην Καθολική Εκκλησία. Η ποικιλία ανθρώπων και εθνών που την αποτελούν με κρατάνε πιστό σε αυτήν, όπως και η εξουσία της, επικυρωμένη από θαύματα, από την ελπίδα, διευρημένη από την αγάπη, καθιερωμένη από τους αιώνες. Η αποστολική διαδοχή με κρατάει, με κεφαλή την Έδρα του Αποστόλου Πέτρου [δηλ. την Ρώμη], στην οποία Έδρα ο Κύριος, μετά την Ανάστασή Του, έδωσε την ευθύνη να ταΐζει τα αρνία Του (Κατά Ιωάννη 21:15-19), μέσω του τωρινού Επισκόπου Ρώμης. Τέλος, η ίδια η ονομασία Καθολική Εκκλησία με κρατάει κοντά της, από την οποία έχουν βγεί τόσες αιρέσεις, η Εκκλησία κρατήθηκε έτσι ώστε παρ'όλο που όλοι οι αιρετικοί θέλουν να αποκαλούνται Καθολικοί, όταν ένας ξένος ρωτήσει πού η Καθολική Εκκλησία κάνει λειτουργία, κανείς αιρετικός να μην δείξει τον δικό του ναό ή σπίτι. Τόσοι είναι σε αριθμό και σημασία οι πολύτιμοι δεσμοί του Χριστιανικού ονόματος που κρατάνε έναν πιστό στην Καθολική Εκκλησία, όπως και θα έπρεπε... Δεν υπάρχει τίποτα που να με δένει ή να με τραβάει προς εσένα... Κανείς δεν θα με απομακρύνει από την πίστη που δένει το νού μου με δεσμούς τόσους πολλούς και τόσο δυνατούς προς τον Χριστιανισμό... Γιατί εγώ, δεν θα πίστευα στις Γραφές εκτός από αυτές που διδάσκει με την εξουσία της η Καθολική Εκκλησία." -Αγ. Αυγουστίνος (354-430): Κατά Επιστολής Μανιχαίου, κεφ. 4: Αποδείξεις της Καθολικής Πίστης Πριν από τον Αγ. Αυγουστίνο, ο Άγιος Κύριλλος των Ιεροσολύμων (315-386), έλεγε σε όσους προσυλήτισε στον Χριστιανισμό: "Άν ποτέ βρεθείτε σε ξένη πόλη, μην ζητήσετε απλά τον Οίκο του Κυρίου, ούτε που η Εκκλησία είναι, αλλά που είναι η Καθολική Εκκλησία. Γιατί αυτή είναι η ονομασία της Αγίας Εκκλησίας, μητέρα όλων μας και νύφη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Μονογενή Υιού του Θεού". Τόσο η ίδια η Εκκλησία που έχει ως έδρα το Βατικανό, όσο και άλλες πηγές χρησιμοποιούν επίσημα τους όρους «Καθολική Εκκλησία» και «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» για τον προσδιορισμό του εκκλησιαστικού αυτού οργανισμού.
Η Ιστορία
Η ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας καλύπτει μία χρονική περίοδο 2.000 χρόνων. Ως μία από τις παλαιότερες Χριστιανικές ομολογίες, η ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας πρωταγωνιστεί στην ιστορία του Χριστιανισμού ως σύνολο. Η ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας είναι μακρόχρονη και πολύπλοκη και εκτείνεται σε διάφορες χρονικές περιόδους στις οποίες ο ρόλος της Εκκλησίας ήταν πρωταγωνιστικός στην διαμόρφωση του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε σήμερα. Παρ' όλα αυτά, η Καθολική Εκκλησία θεωρεί ότι διατήρησε αναλλοίωτα τα ουσιαστικά της δόγματα και την οργάνωσή της από τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Με το πέρασμα του χρόνου, η Καθολική Εκκλησία ήρθε αντιμέτωπη με προβλήματα και διαιρέσεις, όπως το σχίσμα του 1054 μ.Χ. που χώρισε την Χριστιανική Εκκλησία σε Ανατολική και Δυτική, το λεγόμενο "Σχίσμα της Δύσης" όπου από το 1378 και επί 40 χρόνια υπήρξαν μέχρι και τρεις πάπες στη διοίκηση της Δυτικής Εκκλησίας και βέβαια η Μεταρρύθμιση του Λούθηρου που οδήγησε στη δημιουργία του Προτεσταντισμού. Η Καθολική Εκκλησία υπήρξε κινητήρια δύναμη σε μεγάλα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας όπως στον εκχριστιανισμό της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, την διάδοση της παιδείας και την ίδρυση Πανεπιστημίων, μοναχισμό, την ανάπτυξη τέχνης, μουσικής και αρχιτεκτονικής, την Ιερά Εξέταση, τις Σταυροφορίες και την αναλυτική φιλοσοφική μέθοδο.
Ορθόδοξη Εκκλησία
Ορθόδοξη Εκκλησία (Ορθοδοξία, Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ή Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία) αποκαλείται το σύνολο των αυτοκέφαλων και αυτόνομων Χριστιανικών Εκκλησιών που διοικούνται κατά συλλογικό τρόπο από Συνόδους, έχουν αποδεχτεί το περιεχόμενο των αποφάσεων των επτά πρώτων Οικουμενικών Συνόδων και παραμένουν σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους. Επίσης αξιώνουν ως αφετηρία τους τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους του μέσω της συνεχούς αποστολικής διαδοχής. Ανάμεσα σ' ένα πλήθος εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων που αποτελούν τον Χριστιανισμό, οι αριθμητικά μεγαλύτερες είναι η Καθολική Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Προτεσταντικές Εκκλησίες και Ομολογίες. Τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας είναι η πλούσια λειτουργική ζωή της και η αφοσίωσή της στην αποστολική παράδοση. Θεωρείται από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ότι η Εκκλησία τους έχει διατηρήσει την παράδοση και τη διαδοχή της αρχαίας Εκκλησίας στην πληρότητά της έναντι άλλων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες έχουν απομακρυνθεί από την κοινή εκκλησιαστική παράδοση των πρώτων 10 αιώνων. Σήμερα το άθροισμα των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπολογίζεται σε 300 περίπου εκατομμύρια Χριστιανούς που ακολουθούν την πίστη και τις πρακτικές που καθορίστηκαν από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Οι όροι ορθόδοξος - ορθοδοξία έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά, στον ελληνόφωνο χριστιανικό κόσμο, προκειμένου να υποδείξουν τις κοινότητες, ή τα άτομα, που διατήρησαν την αληθινή πίστη (όπως καθορίζεται από τις Οικουμενικές Συνόδους), σε αντιδιαστολή με εκείνους που κηρύχτηκαν αιρετικοί. Ο επίσημος προσδιορισμός της Εκκλησίας στα λειτουργικά και κανονικά κείμενά της είναι «Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Προτεσταντισμός
Ο Προτεσταντισμός ή Διαμαρτύρηση αποτελεί χριστιανικό κίνημα που εμφανίστηκε το 16ο αιώνα στη Γερμανία, και από εκεί εξαπλώθηκε στην κεντρική και δυτική Ευρώπη με την ονομασία «διαμαρτύρηση» ή «μεταρρύθμιση». Πρωτεργάτης του ήταν ο Γερμανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος.
Η γένεση του Προτεσταντισμού
Το 1517 ο Μαρτίνος Λούθηρος άρχισε τη διαμαρτύρηση του κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ύστερα από μελέτη της προς Ρωμαίους επιστολής του αποστόλου Παύλου πείστηκε πως η σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου ήταν αποτέλεσμα μόνο της Θείας Χάρης και της πίστης, κι όχι των αγαθών ή μη έργων. Για το λόγο αυτό ήρθε σε σύγκρουση με το θεσμό του συγχωροχαρτιού, που έδινε τότε η Καθολική Εκκλησία για την άφεση των αμαρτιών, και πιο συγκεκριμένα με τον Γιόχαν Τέτζελ ο οποίος πωλούσε συγχωροχάρτια την εποχή εκείνη στη Γερμανία ως απεσταλμένος του Πάπα. Στις 31 Οκτωβρίου 1517 θυροκόλλησε στην εξώπορτα του μητροπολιτικού ναού της Βιτεμβέργης τις "95 θέσεις" του, που αποτελούσαν μια ανοιχτή επίθεση εναντίον του παπισμού. Οι "αντιθέσεις", που κυκλοφόρησε ο Γιόχαν Τέτζελ, δεν είχαν καμιά απήχηση και μάλιστα οι φοιτητές τις έκαψαν δημόσια. Με τα επόμενα έργα του ο Λούθηρος μεγάλωσε το χάσμα που τον χώριζε με την Καθολική Εκκλησία, ενώ βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες της βόρειας, κυρίως, Ευρώπης. Ο πάπας αφόρισε το Λούθηρο κι αυτός έκαψε δημόσια τις "βούλες" του πάπα. Έτσι άρχισε μια διαμάχη, που έμελλε να τελειώσει μόνο με την απόσπαση των προτεσταντών από την καθολική Εκκλησία. Εκείνο όμως που περισσότερο κατάγγειλε ο Λούθηρος, ήταν η ανάμειξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία. Αν και αρχικά δεν σχεδίαζε μια ευρεία μεταρρύθμιση, το πεισματικά ανυποχώρητο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά και η έντονη προσωπικότητα του ίδιου του Λούθηρου εξελίχθηκαν σε μια αντιπαράθεση που οδήγησε στη δημιουργία ενός από τους τρεις μεγάλους κλάδους, του Χριστιανισμού, μαζί με τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθοδοξία.
Εξέλιξη του Προτεσταντισμού
Σύντομα ο Προτεσταντισμός έπαψε να είναι ενιαίο δόγμα. Δημιουργήθηκαν διάφορες παραλλαγές του, απ' τις οποίες πιο σημαντικές είναι αυτή των ζβιγγλιανών (από τον ιδρυτή της Ζβίγγλιο) και των καλβινιστών (απο τον Καλβίνο). Οι παραλλαγές αυτές ξεκίνησαν από την Ελβετία, αλλά διαδόθηκαν και σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία κλπ. Μια βασική διαφορά των Ζβιγγλιανών και Καλβινιστών με τους Λουθηρανούς είναι πάνω στο θέμα της σωτηρίας του ατόμου. Οι Λουθηρανοί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος σώζεται με την πίστη του, ενώ οι άλλοι λένε πως σώζονται μόνο εκείνοι που εκ των προτέρων έχει καθορίσει ο Θεός (Απόλυτος Προορισμός). Μια άλλη διαφορά βρίσκεται στη σημασία της Θείας Ευχαριστίας. Ο Λούθηρος έλεγε ότι ο άνθρωπος πραγματικά πίνει το αίμα και το σώμα του Χριστού, ενώ οι Καλβινιστές και Ζβιγγλιανοί πιστεύουν πως αυτό γίνεται μόνο μεταφορικά. Παράλληλα με αυτά τα μεγάλα (σε αριθμό πιστών) δόγματα, υπάρχουν κι άλλα, μικρότερης σημασίας δόγματα, μέσα στους κόλπους του προτεσταντισμού. Άλλα είναι παλιά και άλλα υπάγονται στον Νεοπροτεσταντισμό.
Σχίσμα του 1054
Το Σχίσμα του 1054, γνωστό επίσης ως Μεγάλο Σχίσμα, ήταν το γεγονός που διαίρεσε το Χαλκηδόνιο Χριστιανισμό σε Δυτικό καθολικισμό και Ανατολική ορθοδοξία. Αν και εντοπίζεται χρονολογικά στο έτος 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν μεταξύ τους Αναθέματα, το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης περιόδου αποξένωσης μεταξύ των δύο εκκλησιών. Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή — ο Πάπας απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και να ασκεί δικαιοδοσία πάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική, και έτσι είχε εξουσία μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης — και η εισαγωγή του όρου filioque στο Σύμβολο της Νικαίας. Υπήρχαν και άλλοι, λιγότερο σημαντικοί καταλύτες για το σχίσμα, συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς στη λειτουργική πρακτική και των συγκρουόμενων αξιώσεων περί της αρμοδιότητας. Η διάσπαση των εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα δεν θεραπεύτηκαν ποτέ. Αν και θεωρείται ότι οι δύο εκκλησίες επανασυνδέθηκαν το 1274 (με τη Β΄ Σύνοδο της Λυών) και το 1439 (με τη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας), αυτές οι σύνοδοι αποκηρύχθηκαν από τον ορθόδοξο κόσμο συνολικά, δεδομένου ότι οι ιεράρχες είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους με τη συγκατάθεση σε αυτές τις αποκαλούμενες «ενώσεις». Οι περαιτέρω προσπάθειες να συμφιλιωθούν οι δύο οργανισμοί έχουν αποτύχει, εντούτοις, διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες που πλαισίωσαν αρχικά την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία έπειτα προσκολλήθηκαν στο Βατικανό, και καλούνται τώρα Ελληνόρυθμες Καθολικές εκκλησίες (Ουνία). Ως επί το πλείστον, όμως, οι δυτικές και ανατολικές εκκλησίες βρίσκονται σε διάσταση. Καθεμία υποστηρίζει ότι είναι η «Μια Αγία, Καθολική και Αποστολική εκκλησία», υπονοώντας ότι ήταν η άλλη ομάδα που άφησε την αληθινή εκκλησία κατά τη διάρκεια του σχίσματος.
Ιστορικό υπόβαθρο
Από τους πρώτους ακόμα αιώνες, η εκκλησία αναγνώριζε την ιδιαίτερη θέση τριών επισκόπων, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Πατριάρχες: του Επισκόπου Ρώμης, του Επισκόπου Αλεξανδρείας, και του Επισκόπου Αντιοχείας. Σε αυτούς προστέθηκαν οι Επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων που αναγνωρίστηκαν ως Πατριάρχες από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος το 451. Οι Πατριάρχες κατείχαν τα πρωτεία έναντι των άλλων επισκόπων της εκκλησίας. Ανάμεσά τους, ο επίσκοπος Ρώμης διατήρησε πρωτείο τιμής, λόγω της θέσης του ως διάδοχου του Αποστόλου Πέτρου. Επιπλέον, η παπική έδρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά τη μετακίνηση της έδρας της Αυτοκρατορίας από το Μέγα Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη) το 330, ο Πάπας διατήρησε τη θέση του ως "πρώτος μεταξύ ίσων" (primus inter pares) στην ιεραρχία, αν και αυτό δεν συνοδεύθηκε από οποιοδήποτε είδος αρνησικυρίας ή άλλων εξουσιαστικών απαιτήσεων πάνω στους άλλους Πατριάρχες.
Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέβαλλε στη περαιτέρω εκκλησιαστική διάσταση. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας, ο οποίος πέθανε το 395, ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε την ενωμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά το θάνατό του, το έδαφός της Αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε δυτικό και ανατολικό κράτος, έχοντας το καθένα δικό του Αυτοκράτορα. Μέχρι το τέλος του πέμπτου αιώνα, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αποδεκατιστεί από τους βαρβάρους, ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (γνωστή επίσης ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία) συνέχισε να αναπτύσσεται. Κατά συνέπεια, η πολιτική ενότητα στην αυτοκρατορία ήταν η πρώτη που κατέρρευσε. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα στην Ρώμη που κατηγόρησαν τότε την Ανατολική Αυτοκρατορία για την έλλειψη βοήθειας μπροστά στις επιδρομές των Γότθων. Αυτή ήταν μια ιστορία που επρόκειτο να επαναληφθεί από την αντίθετη μεριά όταν το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια ενάντια στους Τούρκους. Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στη μεταξύ Ανατολής και Δύσης διάσταση. Κυρίαρχη γλώσσα στη Δύση ήταν τα Λατινικά, ενώ στην Ανατολή επικρατούσε η ελληνική γλώσσα. Σύντομα μετά την πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, ο αριθμός των ατόμων που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες άρχισε να ελαττώνεται, και η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών έγινε δυσκολότερη. Μετά τη γλωσσική ενότητα, η πολιτιστική ενότητα άρχισε επίσης να θρυμματίζεται. Τα δύο μέρη της εκκλησίας, που διαιρέθηκαν σύμφωνα με τα πολιτικά σύνορα, χρησιμοποιούσαν διαφορετικό λειτουργικό τυπικό και είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω σε θρησκευτικά δόγματα. Αν και το μεγάλο σχίσμα ήταν ακόμα αιώνες μακριά, είχε αρχίσει ήδη να σκιαγραφείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου