Ο Richard W. Bulliet, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, προχώρησε στη συγγραφή του βιβλίου «Ο ισλαμoχριστιανικός πολιτισμός. Μια πρόταση», μια πρόταση όπου ανατρέπει στερεότυπες ιδέες και κάνει πολλές από τις υπάρχουσες σκέψεις σχετικές με το Ισλάμ να χρειάζονται αναθεώρηση υποστηρίζοντας, ότι, η σημερινή τους αντιπαράθεση οφείλεται στο γεγονός ότι δεν θέλουν να αποδεχτούν την μεταξύ τους συγγένεια.
Σε μία προσπάθεια να κάνουμε μια μικρή κριτική στο βιβλίο του διαπιστώνουμε ότι θέλει να παρουσιάσει τις κοινές ρίζες και την ιστορία που έχουν οι αιώνιοι εχθροί, Δύση και Ισλάμ τα επονομαζόμενα κατά πολλούς “δίδυμα”. Οι δύο αυτοί «εχθροί», σύμφωνα με τον συγγραφέα, αν και έχουν κάποιες ουσιώδες διαφορές έπρεπε να δουν τη μακροχρόνια συγγένεια τους και όχι να απαρνούνται όλα αυτά που τους ενώνουν τόσους αιώνες.
Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτει κάποιες απόψεις για τη Δύση και το Ισλάμ. Αναφέρει ότι κανένας δεν μπορεί να τους μελετήσει και να τους καταλάβει τους δύο αυτούς πολιτισμούς αν αυτό δεν γίνει σε συνάρτηση. Και οι δύο έχουν κάποιες κοινές ρίζες και σχέσεις που αλληλοσυνδέονται τόσους αιώνες.
Πιο αναλυτικά, ο λατινικός Χριστιανισμός και ο μουσουλμανισμός για περίπου επτά αιώνες, είχαν παράλληλη ιστορική ανάπτυξη. Ο χριστιανισμός για παράδειγμα επιστράτευσε ιεραποστόλους για την διάδοσή του ενώ το Ισλάμ εξαπλώθηκε σε περιοχές που ήταν έτοιμες να το δεχτούν, αναφέροντας ότι είχαν να αντιμετωπίσουν σε παράλληλα χρονικά διαστήματα κοινές προκλήσεις. Αυτές τις προκλήσεις τις αντιμετώπιζαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας όπου παρά την αντιζηλία τους αυτοί έδειχναν μέσα από την διαμάχη τους πόσο ίδιοι είναι.
Συνεχίζοντας, κάνει μια διεξοδική ανάλυση για το πως επηρεάστηκαν οι πλευρές της ζωής στην Ευρώπη από τους μουσουλμάνους με αποτελέσματα μακροχρόνια και διαφορετικά που οδήγησαν στην διάσπαση των χριστιανικών εκκλησιών και την οριστική ρήξη μεταξύ κράτους και εκκλησίας, κάτι που δεν συνέβη στο Ισλάμ.
Οι δύο αυτοί κόσμοι χωρίζουν οριστικά όπου οι μεν κινούνταν ιμπεριαλιστικά και οι δε αποτελούν τον προμαχώνα αντίστασης στη τυραννία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην επιστροφή, στην ανάκαμψη της πολιτικής δύναμης του Ισλάμ. Μετά από τόσους αιώνες το Ισλάμ κερδίζει ξανά πολιτική δύναμη και υπεροχή. Η πολιτική δύναμη που αποκτά το Ισλάμ δεν είναι μια σύγχρονη εξέλιξη του μουσουλμανικού κόσμου αλλά είναι υποχρέωση που είχαν οι Μουσουλμάνοι στους προγόνους του λόγω τόσων ιστορικών αιτιών.
Ο ισλαμοχριστιανικός πολιτισμός έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό, τον αγώνα των μοναρχών να επεκτείνουν την προσωπική τους δικαιοδοσία σε βάρος της θρησκευτικής.
Η καινοτομία της τυπογραφίας αλλάζει δραστικά τον τρόπο της διαδικασίας της διδασκαλίας και η εξέλιξη της τεχνολογίας σε όλα τα επίπεδα κάνει τον κόσμο να ενημερώνεται από άλλη σκοπιά.
Στο τέλος του κεφαλαίου, γίνεται, υπέρμαχος της άποψης ότι το Ισλάμ και η δυτική Χριστιανοσύνη είναι παρόμοιες οντότητες ενός πολιτισμού και η άνοδος των ισλαμικών ιδεολογιών θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί, επισημαίνοντας ότι το Ισλάμ δεν μπορεί να παραμεριστεί από τον δημόσιο και πολιτικό βίο των μουσουλμάνων.
Στο τρίτο κεφάλαιο, είναι καθαρά επηρεασμένος από τις Μουσουλμανικές του σπουδές και από την εμπειρία του γραμματέα στην Εταιρεία Μεσανατολικών Σπουδών και προχωρεί σε μια διεξοδική ανάλυση της νοοτροπίας των Αμερικανών για τον μουσουλμανικό κόσμο πριν και μετά από τον Β΄ΠΠ. Πριν τον πόλεμο λοιπόν, οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι αναζητούσαν Μουσουλμάνους να δεχθούν τον ανθρωπισμό τους, να στρατευθούν στα αμερικανικά ιδεώδη και να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Μετά τον πόλεμο όμως, προσπάθησαν με τις ενέργειές τους να φανατίσουν τους Μουσουλμάνους.
Στο κεφάλαιο αυτό μας κάνει αναφορά σε τρία βιβλία όπου δείχνουν με χαρακτηριστικό τρόπο την εμπλοκή των Μεσανατολικών σπουδών με τις ιδέες της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού. Τα συγκεκριμένα και όχι μόνο είναι ένα επίτευγμα της διανόησης καταλήγοντας ότι όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να υπάρξει διαφοροποίηση της σκέψης των Αμερικάνων για τον Μουσουλμανικό κόσμο λέγοντας ότι μέχρι να επανεξετασθεί το τι σημαίνει Ισλάμ η λέξη και μόνο θα ακούγεται άσχημα.
Το τέταρτο κεφάλαιο όπου το ονομάζει «Το Μεταίχμιο του μέλλοντος», αναφέρεται κυρίως στο μεσαιωνικό Ισλάμ, εκεί που αρχίζει η ισλαμική ιστορία και η οποία εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα. Υποστηρίζει ότι το Ισλάμ ζει μέσα σε ένα κόσμο αυθεντία και αναφέρει για την μουσουλμανική παράδοση για την οποία υποστηρίζει ότι, σε κάθε καινούργιο αιώνα εμφανίζεται ένας σκοπός που δεν είναι άλλος από την ανανέωση του μουσουλμανικού θρησκευτικού βίου. Κάνοντας λόγο για το μεταίχμιο, αναφέρει ότι, πρέπει να αναμένει κανείς ότι θα υπάρχουν πολλά κινήματα τα οποία θα μάχονται για τα θρησκευτικά δικαιώματα διαφόρων θρησκευτικών ομάδων και καταλήγει, η επίλυση της σημερινής αυθεντίας στο Ισλάμ θα εξαρτηθεί περισσότερο από τις οργανώσεις και λιγότερο από τις ιδέες.
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να είναι αντικειμενικός προς τη γραφή του αλλά πολλές φορές μιλάει και ο ίδιος σαν γνήσιος Μουσουλμάνος θέλοντας να μας δώσει όλο το κλίμα του Μουσουλμανικού πολιτισμού από την αρχή της ίδρυσης του κράτους μέχρι και σήμερα.
Αναφέρει τα επιτεύγματα των Μουσουλμάνων ανυψώνοντάς τους στο πολιτικό προσκήνιο όλου του κόσμου, για τη δύναμη και την υπεροχή τους αλλά και τη στάση τους απέναντι σε όλα τα πολιτικά θέματα που απασχολούσαν τον τότε κόσμο. Ο αναγνώστης, μπορεί να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματα γι’ αυτό το πολιτισμό που κυριαρχεί επί αιώνες στο πολιτικό προσκήνιο, για τα ανδραγαθήματα των Μουσουλμάνων.
Οι δύο αυτοί πολιτισμοί πρέπει να αλλάξουν στάση και να μη βλέπει ο ένας τον άλλο ως εχθρό αλλά ως συνοδοιπόροι των πολιτικών αλλαγών που υφίσταται ο κόσμος.
Προσπαθεί να φαίνεται αισιόδοξος και ενθαρρυντικός. Τα επιχειρήματα του είναι πειστικά και βασίζονται σε αληθινά γεγονότα για να γίνει κατανοητή η εξέλιξη του Ισλαμικού πολιτισμού. Χρησιμοποιεί λόγια Μουσουλμάνων για να δείξει την ισχύ και τη δύναμη που είχαν οι Ισλαμιστές, δίνοντας τα αίτια που οδήγησαν στο φανατισμό των Ισλαμιστών και το πως έφτασαν στα γεγονότα τις 11 Σεπτεμβρίου.
Για τον Bulliet, το ιστορικό Ισλάμ είναι πλουραλιστικό και προοδευτικό και μέσα σ' αυτό οι «τρελοί του Αλλάχ» αποτελούν περιθώριο. Δεν αρνείται ασφαλώς ότι το Ισλάμ βρίσκεται σε κρίση «θρησκευτικής αυθεντίας», συνδεδεμένη με τον υποβιβασμό και την καταστολή των ουλεμάδων, των γιατρών της πίστης, από τους βασιλείς, τους εμίρηδες και τους απανταχού προέδρους του αραβομουσουλμανικού κόσμου, που είτε έχουν τοποθετηθεί είτε υποστηρίζονται από την Ευρώπη και την Αμερική. Σήμερα, χάρη στην εξέλιξη των σύγχρονων τεχνολογιών, οποιοσδήποτε μουσουλμάνος του πλανήτη που διαθέτει τα οικονομικά μέσα, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του επίπεδο, μπορεί να αναγορευθεί «πνευματικός δάσκαλος», βρίσκοντας οπαδούς που θα τον ακολουθήσουν.
Συντετριμμένοι από τη στρατιωτική αδυναμία και την πολιτική καταπίεση στο εσωτερικό των εθνικών κρατών τους, γράφει ότι, «πολλοί μουσουλμάνοι σήμερα προσυπογράφουν τη γεωστρατηγική ανάλυση του Οσάμα Μπιν Λάντεν»[1]. Όμως το πρόγραμμα δράσης του βαθύπλουτου Σαουδάραβα, που θα μπορούσε να ενθουσιάσει τα πλήθη με την τόλμη του, «γοητεύει όλο και λιγότερους, γιατί δεν έχει να προσφέρει παρά το θάνατο». Ξεπερασμένος από τις εξελίξεις, ο Μπιν Λάντεν, χάνει όλο και περισσότερο τα ερείσματά του, και θα τα χάσει εντελώς υπό τον όρο να σταματήσει η πυροδότηση του βίαιου εξτρεμισμού μέσω της απαξίωσης των ήπιων εναλλακτικών λύσεων. «Η καλύτερη τακτική ανάσχεσης του παγκόσμιου Τζιχάντ, είναι η ενσωμάτωση των ισλαμικών κινημάτων στα φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα, και ταυτόχρονα η ανάδειξη των προοδευτικών στοιχείων τους και η υποστήριξή τους»[2].
[1] Βλ. Bulliet, (2004), σ.219
[2] Βλ. Bulliet, (2004), σ. 220
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου